πασπάτεμα

πασπάτεμα
το [πασπατεύω]
ψαχούλεμα, ψηλάφηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πασπάτεμα — το, ατος η πράξη του πασπατεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαχούλεμα — έματος, το, Ν [ψαχουλεύω] 1. η ενέργεια τού ψαχουλεύω, επίμονη αναζήτηση, ψάξιμο 2. (κυρίως) ψαύση, άγγιγμα, πασπάτεμα 3. μτφ. ερωτική θωπεία. ψαχουλεύω Ν 1. ερευνώ επίμονα για να βρω κάτι 2. αναζητώ κάτι με την αφή, ψηλαφώ, πασπατεύω 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • πασπατευτός,-ή, -ό — 1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με το πασπάτεμα, ψηλαφητός. 2. μτφ., ο πολύ πυκνός: Πασπατευτό σκοτάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαχούλεμα — το, ατος 1. αναζήτηση, ψάξιμο, έρευνα. 2. πασπάτεμα, ψηλάφηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”